- ζυγό
- το (Α ζυγόν)1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε σανίδα τοποθετημένη εγκάρσια από τη μια πλευρά τής λέμβου στην άλλη, η οποία χρησιμεύει αφ' ενός για στερέωση τής λέμβου και αφ' ετέρου ως κάθισμα για τους κωπηλάτες, σέλμα, πάγκοςβ) κάθε εγκάρσια δοκός με την οποία συνδέονται τα σκέλη τών νομέων τού πλοίου και υποβαστάζεται το κατάστρωμα, κν. καμάρι4. στον πληθ. α) τα ζυγά (στην αρχ. και ως πληθ. τού ζυγός, ὁ)σταθμά, μέτρα βάρουςβ) ως επίθ. ζυγάάρτιανεοελλ.1. κάθε σανίδα ή σιδηρογωνία με την οποία συνδέονται δοκοί ή πάσσαλοι, ζευκτήρας, κν. τραβέρσα2. φρ. «μονά ή ζυγά» — είδος παιχνιδιούαρχ.1. μτφ. η κατάσταση τού υποτεταγμένου, τού υποδουλωμένου, υποταγή, υποτέλεια, έλλειψη ανεξαρτησίας, δουλεία («πρὸς οἷα δουλείας ζυγὰ χωροῡμεν», Σοφ.)2. η εγκάρσια ράβδος που συνδέει τους δύο βραχίονες τής φόρμιγγας3. καθένα από τα εδώλια τών κωπηλατών τής μέσης σειράς τής τριἡρους4. μτφ. πολιτικό αξίωμα, υψηλή δημόσια θέση («εἰς τὸ πρῶτον πόλεως ὁρμηθεὶς ζυγόν», Ευρ.)5. δερμάτινο λουρί τών γυναικείων σανδαλιών (κατά τον Ησύχ. «ὁ περικείμενος ἱμὰς τοῑς δακτύλοις, πρὸς τὸ συνέχειν ἐξαγόμενον τὸν πόδα»)6. επιγρ. στον πληθ. τὰ ζυγάτο λίθινο ανώφλι ή κατώφλι θύρας7. δυάδα, ζευγάρι8. φρ. α) «κατὰ ζυγά» — κατά ζεύγη, ανά δύοβ) «μονὰ ἢ ἄζυγα» — είδος παιδικού παιχνιδιού, όπως το νεοελλ. παιχνίδι «μονά ή ζυγά»9. (αντίθ. τού στοῑχος) σειρά οπλιτών10. μέτρο επιφάνειας11. το στέλεχος τής πλάστιγγας12. το οριζόντιο ξύλο τού υφαντικού ιστού (αργαλειού) στο οποίο προσηλώνεται το στημόνι, κν. αντί.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζυγός].
Dictionary of Greek. 2013.